Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία αποτελεί ένα φιλόδοξο εγχείρημα, το οποίο μπορεί να αναδιαμορφώσει συνολικά την οικονομία της ΕΕ αλλά και τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των χωρών της.
Ουσιαστικά, το European Green Deal, αλλάζει τον τύπο ενέργειας που χρησιμοποιούν τα κράτη- μέλη, τους προμηθευτές ενέργειας, τα υλικά και τις τεχνολογίες οι οποίες εισάγονται και θα επιβάλλονταν δασμοί σε προϊόντα με υψηλό ανθρακικό αποτύπωμα. Προκειμένου να πετύχει το εγχείρημα αυτό, θα έπρεπε η ΕΕ να ενθαρρύνει και άλλες χώρες να αναλάβουν δράση για τη προστασία του κλίματος.
Το European Council on Foreign Relations (ECFR) προέβη σε συγκεκριμένες προτάσεις για την υποστήριξη της εξωτερικής πολιτικής για τη νέα Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία. Αυτές οι προτάσεις περιλαμβάνουν τη δημιουργία «λέσχης» με θέμα το κλίμα, μέσω της οποίας θα προωθούνται οι παγκόσμιοι συνασπισμοί για το μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Επίσης, ένα άλλο σημαντικό θέμα αποτελεί και η υποστήριξη των χωρών να προχωρήσουν στη μετάβαση προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι οποίες θα μπορούσαν να εξαχθούν στην ΕΕ. Η Ένωση είναι αποφασισμένη να επιτύχει κλιματική ουδετερότητα έως το 2050.
Η επίτευξη του στόχου αυτού συνεπάγεται ένα μετασχηματισμό της κοινωνίας αλλά και της οικονομίας της Ευρώπης, ο οποίος θα πρέπει να είναι οικονομικά αποδοτικός, δίκαιος και κοινωνικά ισορροπημένος.
Στην ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία καθορίζονται πρωτοβουλίες πολιτικής με σκοπό να επιτύχει η ΕΕ τον στόχο της για κλιματική ουδετερότητα ως το 2050. Το Συμβούλιο συζητάει νομοθετικές και άλλες πρωτοβουλίες στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, μετά την υποβολή σχετικών προτάσεων από την Επιτροπή. Το European Council on Foreign Relations (ECFR) αναφέρει ότι προτάσεις του ανταποκρίνονται στις γεωπολιτικές προκλήσεις, τις οποίες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι χώρες από τη νέα Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και από την υπερθέρμανση του πλανήτη γενικότερα.
Η υιοθέτηση νέων βιώσιμων οικονομικών μοντέλων, αξιοποιώντας αποτελεσματικά τους διαθέσιμους πόρους της νέας Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και του Ταμείου Ανάκαμψης, αποτελεί μια σημαντική ευκαιρία για την ταχεία έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση που προκάλεσε η πανδημία και για την επιστροφή αυτής σε τροχιά ανάπτυξης. H βασική αιτία για την υψηλή παραγωγή CO2 στη χώρα μας είναι ο ηλεκτρισμός, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύει ο ΣΕΒ, η παραγωγή αερίων του θερμοκηπίου ανέρχεται κατά κεφαλήν σε 2.803,4 kg, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 1.884,6 kg.
Η σημαντικότερη πρόκληση της νέας Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, κυριαρχεί αυτή της διατήρησης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση του κινδύνου “διαρροής άνθρακα”, δηλαδή του κινδύνου μεταφοράς μέρους της παραγωγής της Ε.Ε. σε χώρες, χωρίς το κόστος που συνεπάγεται ο περιορισμός εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, παρουσιάζει αυξημένη έκθεση στον κίνδυνο «διαρροής άνθρακα». Παρά ταύτα, πρωτοστατεί στην εν λόγω πρωτοβουλία καθώς μοιράζεται, μαζί με άλλα ευρωπαϊκά κράτη, την άποψη ότι το συλλογικό καθήκον της ανοικοδόμησης των οικονομιών μετά την πανδημία πρέπει να εστιάσει στους 4 ακόλουθους πυλώνες: στη πράσινη μετάβαση, στη κλιματική δράση, στη προστασία του περιβάλλοντος και στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης. Σύμφωνα με τη τελευταία έκθεση του World Energy Council, η χώρα μας βελτιώνει τη θέση της στο δείκτη «World Energy Trilemma». Το 2020 κατατάχθηκε στη 39η θέση από τις 108 χώρες που εξετάζονται, ανεβαίνοντας 8 θέσεις σε σχέση με το 2019 (που βρίσκονταν στην 47η θέση)[5].
Έτσι, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της δημιουργούν ταχύτατα το πνεύμα συνεργασίας και αλληλεγγύης μεταξύ τους και αγωνίζονται ταυτόχρονα για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας, την ανάσχεση των απωλειών της βιοποικιλότητας και γενικότερα, την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Δείτε live τις τιμές των μετοχών και των εμπορευμάτων