Ένας από τους βασικούς στόχους και αντικείμενο συζήτησης τα τελευταία χρόνια στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι η επίτευξη των κλιματικών στόχων που θεσπίζονται διαρκώς . Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, απαραίτητη προϋπόθεση κρίνεται, μια σειρά επενδύσεων όπου θα συνεισφέρουν ενεργά στην βελτίωση του περιβάλλοντος και του πλανήτη. Στην κατεύθυνση αυτή βρίσκεται και η προσπάθεια της Ευρωπαϊκής επιτροπής για μια κατηγοριοποίηση δραστηριοτήτων οι οποίες θα τιτλοφορεθούν ως «πράσινες». Σύμφωνα λοιπόν με την ΕΕ καθότι οι εν λόγω επενδύσεις συχνά αναζητούν χρηματοδοτήσεις, κρίνεται απαραίτητη η άρτια περιγραφή και η θέσπιση των κριτηρίων, σύμφωνα με τα οποία θα προσδίδεται ο χαρακτηρισμός και ως εκ τούτου θα θεωρούνται βιώσιμες .
Τα κριτήρια ελέγχου αποτελούν ουσιαστικό κομμάτι του βιώσιμου χρηματοδοτικού πλαισίου, και για το λόγο αυτό η ΕΕ αποφάσισε ότι οι επενδύσεις θα πρέπει να συμβάλλουν ουσιαστικά, σε έναν από τους έξι περιβαλλοντικούς στόχους (μείωση της κλιματικής αλλαγής, προσαρμογή του κλίματος, προστασία των υδάτων και των θαλάσσιων πόρων, αποφυγή και ανακύκλωση αποβλήτων, έλεγχο της ρύπανσης,) , χωρίς να βλάπτει τους υπόλοιπους πέντε.
Στα πλαίσια της ίδια συζήτησης εμπίπτει και η αναγκαιότητα ή μη του χαρακτηρισμού άλλων δραστηριοτήτων ως «ουδέτερες» ή «καφέ» (ρυπογόνες βιομηχανίες), ή ακόμα εάν θα μπορούσε να επεκταθεί η ταξινόμηση καλύπτοντας έτσι περισσότερες δραστηριότητες και διαφορετικούς κοινωνικούς στόχους.
Μια τέτοια δράση αποτελεί μεγάλη διευκόλυνση, ως προς τον στόχο της ΕΕ για κλιματική αλλαγή και μείωση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα, όμως κρίνεται ιδιαίτερα απαιτητική μιας και η ανομοιογένεια των εταιρειών ως προς το μέγεθος, το αντικείμενο που δραστηριοποιούνται, και την πολιτική τους, καθιστά δύσκολη την μεταξύ τους σύγκριση. Για την σύγκληση αυτών των μεγεθών θα πρέπει να αναπτυχθεί ένα σύστημα αξιολόγησης και τυποποιήσεων το οποίο θα είναι εφαρμοστέο και θα γίνει αποδεκτό από το σύνολο των εταιριών, οι οποίες θα αναζητήσουν μελλοντικά περιβαλλοντικές χρηματοδοτήσεις.