Η Ουκρανική κρίση θέτει επί τάπητος και ιδιαίτερα πιεστικά το ζήτημα αλλά και το ζητούμενο της ενεργειακής απεξάρτησης της Ευρώπης όπως και της Ελλάδας, από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου, ενώ μας αναγκάζει να εξετάσουμε ρεαλιστικά τους πολύ φιλόδοξους στόχους που έχει θέσει η χώρα μας για τη στροφή στις πράσινες πηγές ενέργειας, αν θέλουμε να κάνουμε άλμα προς το μέλλον και όχι προς το κενό
Τα ανωτέρω είναι μόλις ορισμένες από τις πολύ εύστοχες επισημάνσεις που έκανε στο GRTimes.gr η κα. Λιάνα Γούτα, Διευθύντρια Ενεργειακής Πολιτικής και Διεθνών Σχέσεων του Ομίλου ΕΛΠΕ, θέτοντας όλες τις παραμέτρους ενός ευρύτατου και σημαντικότατου θέματος που αφορά οικονομία και κοινωνία και το οποίο, δεν έχουμε προσεγγίσει αναλυτικά παρά κατ’ ελάχιστο, καθώς η δημόσια συζήτηση επικεντρώνεται στα πλέον εύληπτα και εύπεπτα θέματα, δίχως να αναλύουμε το τι πραγματικά προαπαιτεί αλλά και συνεπάγεται η ενεργειακή μετάβαση για τη μεταποίηση, τις βαριές μεταφορές, τη ναυτιλία, αλλά βεβαίως και για την ίδια την ενεργειακή βιομηχανία.
Το θέμα του ενεργειακού κόστους είναι, λόγω των εξελίξεων, υψηλά στην ατζέντα. Mε ποιους τρόπους και έως ποιου βαθμού η Ελλάδα θα μπορέσει να ενισχύσει την ενεργειακή της ανεξαρτησία στο ορατό μέλλον;
Η Ελλάδα είχε πάντα υψηλή ενεργειακή εξάρτηση και σύμφωνα με τη Eurostat,το 2020 ήταν η 8η πιο εξαρτημένη χώρα της ΕΕ, με ποσοστό εξάρτησης 70-74%, ψηλότερο από το μέσο όρο του 61% της ΕΕ.
Ας μη ξεχνάμε ότι η Ελλάδα έχει σήμερα σχεδόν μηδενική παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου, ενώ τα προηγούμενα χρόνια δεν αξιοποίησε τις πιθανές εγχώριες πηγές υδρογονανθράκων. Όσο για το λιγνίτη, η απόφαση της κυβέρνησης είναι η εγκατάλειψή του το 2028, νωρίτερα από άλλες χώρες της ΕΕ.
Από την άλλη, οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας αποτελούν ένα σημαντικό χαρτί για την ενεργειακή απεξάρτηση. Στην Ελλάδα, ο ήλιος και ο αέρας συνιστούν ένα φυσικό ενεργειακό πλούτο, που πρέπει να τον αξιοποιήσουμε στο μέγιστο. Ωστόσο, απέχουμε ακόμα πολύ από την πλήρη κάλυψη των ενεργειακών μας αναγκών σε ηλεκτρισμό από αυτές, όχι μόνο από άποψη διαθεσιμότητας κεφαλαίων για τις απαιτούμενες επενδύσεις, αλλά και από τεχνολογικά θέματα που δεν έχουν επιλυθεί ακόμα, όπως η αποθήκευση και η μεταφορά της ανανεώσιμης ενέργειας.
Πέρα από τον ανανεώσιμο ηλεκτρισμό, δε πρέπει να ξεχνάμε και τα ανανεώσιμα καύσιμα που θα έχουν κρίσιμο ρόλο για πολλά χρόνια ακόμα. Θα πρέπει να υπάρξουν σοβαρές και φιλόδοξες εθνικές στρατηγικές για την ανάπτυξη και παραγωγή ανανεώσιμων υγρών καυσίμων για τις μεταφορές από εγχώριες πρώτες ύλες, στο πλαίσιο της κυκλικής οικονομίας, που θα βοηθήσουν και αυτά στην απεξάρτηση από τις εισαγωγές αργού.
Τέλος, εκείνο που σήμερα γίνεται πιο επίκαιρο από ποτέ, είναι ότι στην επιλογή των νέων τεχνολογιών για τα επόμενα χρόνια, η παράμετρος της ενεργειακής εξάρτησης και ασφάλειας από κρίσιμες πρώτες ύλες δεν πρέπει να μας διαφεύγει, αλλά, αντιθέτως, να έχει πρωτεύοντα ρόλο. Γιατί πλέον δε θα μιλάμε μόνο για πετρέλαιο και φυσικό αέριο, αλλά και για νέες κρίσιμες πρώτες ύλες που θα χρειάζονται για τον ηλεκτρισμό και τις μπαταρίες, όπως το νικέλιο, το κοβάλτιο, ή το λίθιο το οποίο είναι διαθέσιμο και παράγεται σε λίγα μόνο σημεία του πλανήτη, κυρίως εκτός της ΕΕ.
Τι μπορεί να συνεπάγεται το “πράσινο” για μία βιομηχανία του κλάδου της διύλισης και των πετρελαιοειδών, σαν τα ΕΛΠΕ;
Οι ενεργοβόρες βιομηχανίες έχουν θεωρηθεί μέρος του προβλήματος της κλιματικής κρίσης και σήμερα καλούνται -και οφείλουν-να μειώσουν τις εκπομπές άνθρακα, ώστε να επιτευχθεί ο φιλόδοξος στόχος της ΕΕ για μια οικονομία χωρίς άνθρακα ως το 2050. Ειδικά η διύλιση, δεν αρκεί να μειώσει τις εκπομπές από την παραγωγική της διαδικασία, αλλά πρέπει να μετασχηματίσει και τα προϊόντα και τις πρώτες ύλες της.
Να μεταβεί δηλαδή στην παραγωγή ανανεώσιμων καυσίμων, που δε θα παράγονται πλέον από αργό πετρέλαιο, αλλά από πρώτες ύλες όπως βιομάζα και προηγμένα βιοκαύσιμα, απόβλητα και μη ανακυκλούμενα πλαστικά, υδρογόνο από νερό και ΑΠΕ, ανακυκλωμένο ή δεσμευμένο από την ατμόσφαιρα CO2. Ο μετασχηματισμός του κλάδου έχει ξεκινήσει, με σημαντικά έργα να έχουν ανακοινωθεί σε όλη την Ευρώπη, για την παραγωγή ανανεώσιμων καυσίμων.
Ο Όμιλος Ελληνικά Πετρέλαια αναγνωρίζει την κλιματική κρίση και συμμερίζεται τις φιλοδοξίες της ΕΕ και της Ελλάδας, ενώ παράλληλα θεωρούμε τις εξελίξεις της ενεργειακής μετάβασης ως μια ευκαιρία για τον συνολικό μετασχηματισμό των ΕΛΠΕ. Με την πεποίθηση ότι θα αποτελέσουμε μέρος της λύσης, επισπεύδουμε τις διαδικασίες για να ανταποκριθούμε στις ανάγκες της αγοράς για πράσινη ενέργεια και ανανεώσιμα υγρά καύσιμα, που θα συμβάλουν στην επίτευξη των μεταφορών μηδενικού άνθρακα, ειδικά στις αεροπορικές, ναυτιλιακές και βαριές οδικές, αλλά και στην απανθρακοποίηση άλλων βιομηχανικών κλάδων της οικονομίας που στηρίζονται στα προϊόντα μας.
Την περασμένη χρονιά, ο Όμιλος ανακοίνωσε τη νέα στρατηγική «Vision 2025», με στόχο τη μείωση του ανθρακικού του αποτυπώματος κατά 50% έως το 2030. Το Vision 2025 βασίζεται σε δυο πυλώνες,τη βελτίωση της λειτουργίας και την απανθρακοποίηση της βασικής δραστηριότητας του Ομίλου (διύλιση και εμπορία), αλλά και την αλλαγή στρατηγικής κατεύθυνσης προς την πράσινη ενέργεια.
Ο πρώτος πυλώνας αφορά στη βελτίωση των κύριων δραστηριοτήτων μας και τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος, με εξοικονόμηση ενέργειας και χρήση εναλλακτικών πρώτων υλών, όπως χρησιμοποιημένα τηγανέλαια, απόβλητα και μη ανακυκλούμενο πλαστικό, για την παραγωγή καυσίμων χαμηλού άνθρακα.
Σχεδιάζουμε το διυλιστήριο του μέλλοντος με παραγωγή μπλε και πράσινου υδρογόνου, αποθήκευση άνθρακα, ενώ το διυλιστήριό μας στην Ελευσίνα θα καταστεί πρότυπο και θα αποτελέσει υπόδειγμα της ενεργειακής μας μετάβασης.
Ο δεύτερος πυλώνας περιλαμβάνει τη διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου μας, με την ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων χαμηλού άνθρακα, όπως η ισχυρή μας παρουσία στις ΑΠΕ, η αξιοποίηση των ευκαιριών ανάπτυξης νέων τεχνολογιών,αλλά και η παροχή νέων ενεργειακών προϊόντων και υπηρεσιών, όπως η ηλεκτροκίνηση.
Στον τομέα των ΑΠΕ, τίθεται σε λειτουργία το φωτοβολταϊκό πάρκο της Κοζάνης, με 204 MW, το μεγαλύτερο ενιαίο έργο ΑΠΕ στην Ελλάδα και ένα από τα μεγαλύτερα φωτοβολταϊκά στην Ευρώπη, με το οποίο φτάνουμε τα 300 MW εγκαταστημένης δυναμικότητας, ενώ έως το 2025 προγραμματίζουμε να φτάσουμε το 1 GW εγκαταστημένης δυναμικότητας και περισσότερα από 2GW έως το 2030.
Έχουμε ως εμπλεκόμενοι partners αλλά και ως κοινωνία, αντιληφθεί τι συνεπάγεται το “πρασίνισμα” των δραστηριοτήτων μας και, κυριότερα της παραγωγής;
Η κλιματική κρίση και η ανάγκη για άμεση δράση δεν αμφισβητείται από κανέναν και η μετάβαση σε ένα νέο ενεργειακό μοντέλο αποτελεί ένα στοίχημα επιβίωσης για τις οικονομίες μας, τις εταιρίες, τη βιομηχανία, τους πολίτες.
Η Ευρώπη, που είχε πάντα ηγετικό ρόλο στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, πριν από περίπου 2 χρόνια έθεσε στόχο τις μηδενικές εκπομπές άνθρακα ως το 2050 και με βάση αυτό, αναθεώρησε όλη την ενεργειακή και κλιματική πολιτική και νομοθεσία για το 2030, θέτοντας ακόμα πιο φιλόδοξους στόχους για κάθε έναν τομέα της οικονομίας. Το μέγεθος και το εύρος των αλλαγών που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων, αλλά και η ταχύτητα με την οποία θα πρέπει να υλοποιηθούν στα αμέσως επόμενα χρόνια, δεν έχουν προηγούμενο. Θα αλλάξουν τα πάντα, όχι μόνο στη βιομηχανία και την παραγωγή, όπου δεν υφίσταται πλέον το “business as usual”, αλλά και στην καθημερινότητα του κάθε πολίτη, που θα κληθεί να «πρασινίσει» τις συνήθειές του, επιλέγοντας πχ. νέους τρόπους μετακίνησης, ταξιδεύοντας λιγότερο, αλλάζοντας ακόμα και τις διατροφικές του συνήθειες.
Αυτό είναι κάτι που πιστεύω ότι δεν το έχουμε αντιληφθεί σε όλες του τις διαστάσεις. Εξάλλου, τα ερωτήματα που συνδέονται με την φιλόδοξη αυτή ενεργειακή μετάβαση και την αλλαγή του μοντέλου της οικονομίας, είναι ακόμα πολλά και κρίσιμα, όπως πχ με ποιες τεχνολογίες θα επιτευχθούν αυτοί οι φιλόδοξοι στόχοι και ποιες νέες ενεργειακές εξαρτήσεις θα δημιουργηθούν από τη χρήση τους, με ποια επενδυτικά κεφάλαια, αλλά και με τί κόστος για τις οικονομίες και την κοινωνία. Και βεβαίως, με ποιο τρόπο θα εξασφαλισθεί μια δίκαιη μετάβαση για τον πολίτη σε κάθε γωνιά της Ευρώπης.
Mήπως με τον κλιματικό νόμο και τους πολύ φιλόδοξους στόχους που τέθηκαν, η Ελλάδα κάνει αβέβαια άλματα σε ένα ακόμη απροσδιόριστο τοπίο;
Tο Σχέδιο του Κλιματικού Νόμου που τέθηκε πρόσφατα σε διαβούλευση σηματοδοτεί την πρόθεση της Ελλάδας, όχι μόνο να συνταχθεί με τους πολύ φιλόδοξους στόχους της ΕΕ, αλλά να βάλει ακόμα ψηλότερους και να τους πετύχει νωρίτερα. Για παράδειγμα, ενώ τα Κράτη Μέλη της ΕΕ συζητούν και μελετούν την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για κατάργηση των βενζινοκίνητων και ντιζελοκίνητων οχημάτων για το 2035, ο Κλιματικός Νόμος προβλέπει την κατάργησή τους το 2030, επιλέγοντας αποκλειστικά την ηλεκτροκίνηση για τα επιβατικά οχήματα και αγνοώντας τα πλεονεκτήματα που θα προσέφεραν τα ανανεώσιμα καύσιμα. Αντίστοιχα, προβλέπεται και η κατάργηση του πετρελαίου θέρμανσης το 2030. Ίσως είναι πρόωρη η απόφαση της Ελλάδας να προχωρήσει ταχύτερα, σε στόχους που η ΕΕ ακόμα μελετά και «ζυγίζει».
Παρόλο όμως που ο Κλιματικός Νόμος θέτει υψηλούς στόχους για τα επιβατικά οχήματα, δεν περιλαμβάνει καμία πρόβλεψη για τις βαριές οδικές, τις ναυτιλιακές και αεροπορικές μεταφορές. Για αυτούς τους τομείς, ο κλάδος διύλισης θα κληθεί να παραγάγει νέα, ανανεώσιμα καύσιμα, των οποίων η χρήση θα έχει αποκλειστεί από τις ελαφρές οδικές μεταφορές και τη θέρμανση.
Όλοι θα θέλαμε να υπάρχει το μαγικό ραβδί που θα μηδενίσει εν μία νυκτί όλες τις εκπομπές άνθρακα, αλλά όταν τίθενται τέτοιοι φιλόδοξοι στόχοι, χρειάζεται μια αναλυτική μελέτη των επιπτώσεων τους, με τεχνοκρατικά, οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια.
Μαζί με τις φιλόδοξες προθέσεις, απαιτείται και ρεαλισμός που να λαμβάνει υπόψη τα όρια των τεχνολογιών, τις πραγματικές μειώσεις εκπομπών στον κύκλο ζωής, τις δημοσιονομικές επιπτώσεις των μέτρων στα κρατικά ταμεία και επομένως στον κάθε φορολογούμενο, την δίκαιη ενεργειακή μετάβαση για κάθε Έλληνα πολίτη, την εξασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης στις βιώσιμες μετακινήσεις με εφικτό κόστος και πολλά άλλα.
Σε μία χώρα που πρόσφατα βγήκε από μια βαριά οικονομική κρίση, που το ΑΕΠ της απέχει πολύ από το αντίστοιχο άλλων ευρωπαϊκών κρατών, με επιμέρους χαρακτηριστικά όπως έναν από τους γηραιότερους στόλους της ΕΕ και ένα κτιριακό απόθεμα από τα πιο ενεργοβόρα, η ενεργειακή μετάβαση μπορεί πράγματι να αποτελέσει μια μοναδική ευκαιρία, εφόσον όμως και η φιλοδοξία είναι ζυγισμένη και μετρημένη με ρεαλισμό ως προς τις επιπτώσεις της. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να κάνουμε ένα άλμα προς το μέλλον και όχι προς το κενό.
Where do we go from here, τώρα που η Ουκρανική κρίση δείχνει περισσότερο τα δόντια της;
Είναι δεδομένο πως το επόμενο διάστημα θα είναι πολύ δύσκολο για την Ευρώπη, όχι μόνο στο πολιτικό, ανθρωπιστικό και γεωστρατηγικό κομμάτι, αλλά και από ενεργειακή άποψη.
Ας μη ξεχνάμε ότι, η Ευρώπη βασίζεται σε ρωσικές εισαγωγές κατά 46% στα στερεά καύσιμα όπως ο άνθρακας, 38%στο φυσικό αέριο και 26% στο αργό πετρέλαιο. Αντίστοιχα, η Ελλάδα καλύπτει μέσω Ρωσίας σχεδόν το 20-25% των αναγκών της σε πετρέλαιο και το 39% σε φυσικό αέριο.
Τα προβλήματα της ενεργειακής εξάρτησης, δεν είναι καινούρια. Αλλά, πλέον, με το δεδομένο του πολέμου, το ενεργειακό τοπίο που διαμορφώνεται είναι πολύ πιο δύσκολο και απρόβλεπτο. Όπως φάνηκε, οι συζητήσεις της ΕΕ εδώ και δεκαετίες, για ενεργειακή ασφάλεια και διαφοροποίηση, δεν απέδωσαν ουσιαστικά αποτελέσματα, ο σχεδιασμός για μείωση της εξάρτησης μέσω των ΑΠΕ είναι μακροπρόθεσμος και έτσι τώρα η Ευρώπη βρίσκεται ακόμα μια φορά μπροστά σε μια μείζονα ενεργειακή, και όχι μόνο, κρίση.
Πηγή- Αναδημοσίευση: grtimes.gr